γηραιᾶς

γηραιᾶς
γηραιᾶς
γηραιός
aged: fem gen sg (attic doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γηραιᾶς — γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραιάς — γηραιά̱ς , γηραιός aged fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ντίρενματ, Φρίντριχ — (Friedrich Durrenmatt, 1921 – 1990). Ελβετός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, γερμανική φιλολογία και ιστορία τέχνης στη Βέρνη και στη Ζυρίχη. Εμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Είναι γραμμένο (1947), αλλά η πρώτη του αληθινή επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Ζερβός, Παντελής — (Λουτράκι 1908 – 1982). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Καρόλου Κουν. Πρωτοεμφανίστηκε το 1935 στον ρόλο του Πολυμήστορα στην Ερωφίλη του Χορτάτζη και τον επόμενο χρόνο ερμήνευσε τον Ηρακλή στην Άλκηστι του… …   Dictionary of Greek

  • Παξινού, Κατίνα — (Πειραιάς 1900 – Αθήνα 1973). Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και μουσικός. Σπούδασε αρχικά φωνητική μουσική στη Γενεύη, στο Βερολίνο και στη Βιέννη και το 1920 εμφανίστηκε στην όπερα του Μητρόπουλου Αδελφή Βεατρίκη. Στο… …   Dictionary of Greek

  • Τσελεντάνο, Μπερνάρντο — (Celentano, 1835 – 1863). Ιταλός ζωγράφος. Καταγόταν από τη Νάπολη και σπούδασε αρχικά κοντά στον Λουδοβίκο Στάμπιλε και μετά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών· μαζί με τους Μορέλι και Παλίτζι, θεωρείται ως ένας από τους αναμορφωτές της σύγχρονης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”